Ὁ φιλολογικὸς Σύλλογος «Παρνασσός» τίμησε τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀσωμάτων
Πετράκη στὸ πρόσωπο τοῦ Καθηγουμένου αὐτῆς
Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π.Ἰακώβου
Μπιζαούρτη στὴν αἴθουσα τελετῶν τοῦ Συλλόγου, τὴν Πέμπτη
24 Μαρτίου 2005.
Ἡ ἐκδήλωση ἔγινε στὰ πλαίσια τοῦ ἑορτασμοῦ γιὰ τὴν Ἐθνικὴ Ἐπέτειο τῆς 25ης
Μαρτίου.
Μετὰ τὴν προσφώνηση τοῦ προέδρου,
Καθηγητοῦ κ.Ἰωάννη Μαρκαντώνη, ἀκολούθησε ἡ ἀπονομὴ τοῦ χρυσοῦ Μεταλλίου γιὰ τὴν προσφορὰ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς στὰ
γράμματα καὶ τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀγῶνα τοῦ 1821, καὶ ἡ ἀντιφώνηση τοῦ Καθηγουμένου
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Εὐχαριστῶ θερμὰ καὶ ἐκ βάθους καρδίας τὸν σπουδαῖο πνευματικὸ ἄνθρωπο καὶ χριστιανὸ Πρόεδρο Καθηγητὴ κ.Ἰωάννη Μαρκαντώνη καὶ τὰ ἔγκριτα μέλη τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου «Παρνασσός», γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ τιμή, ποὺ προσδίδουν ἀπόψε, παραμονὴ τῆς μεγάλης Ἐπετείου τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας, στὴν Ἱερά μας Μονή, μὲ τὴν ἐκ μέρους τοῦ Συλλόγου βράβευσή της.
Θερμὲς ἐπίσης εἶναι οἱ εὐχαριστίες
μας καὶ πρὸς ὅλους ὅσους παρευρίσκεσθε αὐτὴν ἐδῶ τὴν ὥρα μαζί μας καὶ συναγάλλεσθε γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, καὶ ποὺ μὲ τὴν συμμετοχή σας
προσυπογράφετε τὴν πράξη τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ Συλλόγου, ὁ ὁποῖος ἐπὶ ἑκατὸν σαράντα χρόνια, ἤδη ἀπὸ τὸ ἔτος 1865, ἐργάζεται ἀδιάκοπα καὶ συστηματικὰ γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν γνήσια πνευματικὴ
καλλιέργεια τοῦ λαοῦ μας, καὶ ἰδιαίτερα τῆς περιάκουστης πόλεως τῶν Ἀθηνῶν.
Δὲν θ᾿ ἀναφερθῶ στὴν ἐπὶ τριακόσια
πενήντα περίπου χρόνια ποικίλη προσφορὰ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων Πετράκη πρὸς τοὺς κατὰ καιροὺς
κατοίκους τῆς πόλεώς μας, δεδομένου ὅτι αὐτὴ πολλὲς φορὲς καὶ ἀπὸ ἄλλα βήματα ἔχει τονισθεῖ ἀπὸ πολλοὺς ἐπιστήμονες καὶ εἰδικούς.
Σήμερα, λόγῳ τῆς φύσεως
τοῦ Συλλόγου, ποὺ ἀπόψε μᾶς τιμᾶ, θὰ περιορισθῶ ν᾿ἀναφερθῶ δι᾿ὀλίγων μονάχα στὴν προσφορὰ τῆς ἱερᾶς
Μονῆς στὰ γράμματα, ποὺ εἶναι πολὺ μεγάλη, καὶ ποὺ ἀπὸ πολλοὺς ἀγνοεῖται.
Κατ᾿ ἀρχὴν ὁ ἀνακαινιστὴς καὶ ὡς ἐκ τούτου
νεώτερος ἱδρυτὴς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας, στὰ
1672 ὁ, μακαρίᾳ τῇ μνήμῃ, ἱερομόναχος Παρθένιος Πετράκης, κατὰ κόσμον
Πέτρος Παπασταμάτης, προερχόταν ἀπὸ μία κωμόπολη, ποὺ εἶχε ἤδη ἀπὸ τὸν 10ο αἰῶνα σπουδαία
παιδευτικὴ παράδοση.
Ἦρθε ἀπὸ τὴ Δημητσάνα, ὅπου λειτουργοῦσε ἡ περίφημη
Σχολὴ τῆς Μονῆς Φιλοσόφου, ἡ ὁποία ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, εἶχε προσφέρει στὸ Γένος
πλῆθος ὄχι μόνο λαμπρῶν κληρικῶν, μὲ ἐπιφανέστερο
τὸν Ἱερομάρτυρα
καὶ Ἐθνομάρτυρα Γρηγόριο τὸν Ε´, ἀλλὰ καὶ πλειάδα ὁλόκληρη διδασκάλων, ἐπωνύμων ἢ ἀφανῶν, οἱ ὁποῖοι, κυρίως
στὰ σκοτεινὰ χρόνια τῆς δουλείας σκόρπισαν τὸ φῶς τῆς γνώσεως
σὲ πολλὰ μέρη τῆς τουρκοκρατούμενης
Χώρας.
Μὲ τρεῖς τρόπους ὑπηρέτησε τὰ γράμματα
καὶ τὴν παιδεία στοὺς τρισήμισυ αὐτοὺς αἰῶνες ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἀσωμάτων
Πετράκη:
α. Μὲ τὴν προσωπικὴ παιδεία Ἡγουμένων
καὶ Ἀδελφῶν της,
β. Μὲ τὴν ἵδρυση καὶ συντήρηση σχολείων
καὶ
γ. Μὲ τὴν δωρεὰν παραχώρηση
οἰκοπεδικῶν ἐκτάσεων
γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση σχολείων καὶ βιβλιοθηκῶν. Εἰδικότερα:
Α. Ὁ ἴδιος ὁ Παρθένιος
Πετράκης ἦταν καὶ ἰατροφιλόσοφος, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν
προσέτρεχε μονάχα πρὸς θεραπεία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, ἀλλὰ παράλληλα
ὑπηρετοῦσε, τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια,
καὶ τὴν μεγάλη ὑπόθεση τῆς Παιδείας στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, στὴν
πόλη, ποὺ παλαιοτέρα ἦταν «κέντρον πάσης παιδεύσεως», ἀλλὰ ποὺ ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς
φραγκοκρατίας, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἅγιο Ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν Μιχαὴλ τὸν
Ἀκομινάτο ἢ Χωνιάτη,
βρισκόταν σὲ πνευματικὸ μαρασμό.
«Οἰκῶν Ἀθήνας οὐκ Ἀθήνας που
βλέπω,
Κόνιν δὲ λυπρὰν καὶ κενὴν μακαρίων.
Ποῦ νῦν τὰ σεμνά,
τλημονεστάτη πόλις;
Ὤλωλε σύμπαν τῶν Ἀθηνῶν κλέος,
Γνώρισμα δ᾿αὐτῶν οὐδ᾿ ἀμυδρόν τις ἴδῃ»...
Τὸ
παράδειγμα τοῦ ἱδρυτὴ Παρθενίου συνέχισαν καὶ οἱ διάδοχοί του, ἔτσι, ποὺ ἔχει καὶ ἐδῶ ἐφαρμογὴ ὁ λόγος τοῦ Μ. Ἀθανασίου:
«Τὰ ἐν ὄρεσι μοναστήρια ἦν σκηναὶ πεπληρωμέναι θείων χορῶν,
ψαλλόντων, ἀγρυπνούντων, φιλολογούντων, ἀγαλλομένων τῇ τῶν μελλόντων ἐλπίδι»
-καὶ ἐπ᾿εὐκαιρίᾳ, ἂς σημειωθῆ, χάριν τῶν
νεωτέρων, ὅτι τοὺς πρώτους αἰῶνες ἡ Μονὴ Πετράκη βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη,
στὴν ὕπαιθρο χώρα.
«Φιλόμουσος»
χαρακτηρίζεται σὲ πατριαρχικὸ σιγίλλιο ὁ ἡγούμενος Διονύσιος, ἐνῶ
μορφωμένοι ἱερομόναχοι προερχόμενοι
ἀπὸ αὐτή, γιὰ ν᾿ἀναφερθοῦμε μοναχὰ στοὺς
κεκοιμημένους, ἦταν οἱ Ἰωσὴφ Κωνσταντινίδης, γενόμενος ἐπίσκοπος Γυθείου, ὁ Νικόδημος
Σακελλαρίδης, γενόμενος ἐπίσκοπος Θήρας καὶ ὁ Ἱεζεκιὴλ Στροῦμπος-Βελανιδιώτης,
γενόμενος ἐπίσκοπος Θεσσαλιώτιδος.
Β. Μοναδικὴ στὰ
χρόνια τῆς δουλείας εἶναι ἡ μέριμνα τῆς Μονῆς γιὰ τὴ λειτουργία Σχολείων στὴν Ἀθήνα.
Στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰ.
λειτούργησε στὸ Μοναστῆρι Σχολεῖο στοιχειώδους μορφώσεως.
Στὸ διάστημα τῶν ἐτῶν
1806-1821 τὸ Μοναστῆρι συντηροῦσε τὴν περίφημη Σχολὴ Ντέκα. Ὅπως εἶναι
γνωστό, τὸ 1750, μὲ δαπάνες 20.000 γροσίων τοῦ Ἀθηναίου ἐμπόρου στὴ Βενετία Ἰωάννη
Ντέκα (+1761), ἐπὶ τῆς σημερινῆς ὁδοῦ Μητροπόλεως, μεταξὺ τῶν ὁδῶν Εὐαγγελιστρίας καὶ Αἰόλου, ἱδρύθηκε ἡ ὁμώνυμη
σχολὴ (Ντέκα), ἡ ὁποία μὲ διάφορα διαλείματα λειτούργησε ὡς τὴν ἐπαναστάση
τοῦ 1821. Δυστυχῶς, ὅταν ὁ Ναπολέων κατέλαβε τὴν Ἰταλία, ἅρπαξε καὶ τὴν χρηματικὴ περιουσία
τοῦ Ντέκα, ποὺ βρισκόταν κατατεθειμένη στὴν τράπεζα τῆς Βενετίας καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία
συνετηρεῖτο ἡ Σχολή.
Ὅπως πληροφορούμεθα ἀπὸ «Γράμμα», «Περὶ
συντηρήσεως τῆς Σχολῆς Ντέκα» τῆς 1ης Μαΐου 1806, ποὺ ὑπογράφει ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς μας
Διονύσιος, πέντε ἱερομόναχοι, ἕνας διάκονος, δέκα μοναχοὶ καὶ οἱ
δημογέροντες τῆς πόλεως,
«ἐπιβεβαιοῖ» δὲ καὶ ὁ
μητροπολίτης Ἀθηνῶν Γρηγόριος ὁ Γ´, ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἀσωμάτων Διονύσιος Πετράκης «τὴν Ἑλληνικὴν Σχολὴν τοῦ μακαρίτου
καὶ ἀοιδίμου ἐκείνου Ἰωάννου Ντέκα [.....] ἠθέλησε ν᾿ἀναλάβῃ εἰς τὴν ἑαυτοῦ ἐπίσκεψιν,
τουτέστιν ἀπεφάσισε νὰ τὴν διακρατῇ
καὶ νὰ τὴν συντηρῇ ἰδίοις αὐτοῦ ἀναλώμασιν εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον αὐτός τε καὶ οἱ ἐκείνου διάδοχοι». Παράλληλα μὲ τὰ ἔξοδα
συντηρήσεως καὶ λειτουργίας τῆς Σχολῆς, τὸ Μοναστῆρι διέθετε καὶ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν συντήρηση τῶν δώδεκα
πτωχῶν Ἀθηναίων
σπουδαστῶν της. βλέπε καί: http://synodikimoni.blogspot.gr/2011/09/blog-post_2281.html
Στὰ 1812, ὁ
Διονύσιος, μαζὶ μὲ τοὺς Ἡγουμένους τῶν Μονῶν Πεντέλης καὶ
Καισαριανῆς, ἱδρύει ἕνα εἶδος ἐπιστημονικῆς Σχολῆς γιὰ τοὺς νέους τῶν Ἀθηνῶν. Δύο χρόνια ἀργότερα τὸ 1814, ἔγραφε ἡ περίφημος
ἑλληνικὴ ἐφημερίδα τῆς Βιέννης
«Λόγιος Ἑρμῆς»: «Τὰ ἐν Ἀθήναις Μοναστήρια
[Πετράκη καὶ Πεντέλης] ἐσύστησαν ἔτι καὶ φιλοσοφικὸν σχολεῖον, τῶν ὁποίων οἱ ἡγούμενοι καὶ οἱ περὶ αὐτοὺς ἱερομόναχοι, αἰσθανθέντες
τὰ ἀπὸ τῆς
φιλοσοφίας καλά, οἰκείᾳ προαιρέσει, πληρώνουσι τὸν ἐτήσιον
μισθὸν τοῦ φιλοσόφου διδασκάλου. Εἴθε νὰ ἐμιμοῦντο τὸ καλὸν τοῦτο
παράδειγμα καὶ ὅλοι οἱ ἡμέτεροι ἐκκλησιαστικοί». «Καί, τῇ ἀληθείᾳ, τότε εὐδοκιμήσει
τὸ Γένος, ὅταν οἱ ἱερεῖς
φιλοσοφήσωσιν ἢ οἱ οἰκεῖοι ἱερατεύσωσιν». Ἡ Σχολὴ αὐτὴ λειτούργησε ὡς τὸ 1825, καὶ
διδάσκαλοί της διετέλεσαν, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, ὁ ἱερομόναχος
Διονύσιος Πύῤῥος ὁ Θετταλὸς καὶ ὁ Γεώργιος
Γεννάδιος.
Γ. Ὅταν τὸ ἔθνος ἀπελευθερώθηκε
καὶ προέκυψε ἀνάγκη στεγάσεως εὐαγῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων, ἡ Μονὴ Πετράκη ἦρθε ἀμέσως «αὐτεπάγγελτος
βοηθός». Μνημονεύουμε τὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα, ποὺ ἔχουν οἰκοδομηθεῖ ἐπάνω σὲ οἰκόπεδα, ποὺ προσέφερε τὸ Μοναστῆρι μας:
1. Τὸ 1842 καὶ τὸ 1856,
συνολικὰ 8.816 τ. μέτρα παρὰ τὴν ὁδὸ Βασιλίσσης Σοφίας, γιὰ τὴν παλαιὰ Ῥιζάρειο
Σχολή.
2. Τὸ 1859, 5.871 μέτρα παρὰ τὴν ὁδὸ
Πανεπιστημίου, γιὰ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.
3. Τὸ 1867, 2.850 μέτρα παρὰ τὴν ὁδὸ Πατησίων,
γιὰ τὸ Πολυτεχνεῖο.
4. Τὸ 1871, 1.000 μέτρα στὸ
Μαροῦσι, γιὰ Δημοτικὸ Σχολεῖο.
5. Τὸ 1875, 667 μέτρα παρὰ τὴν ὁδὸ
Πανεπιστημίου, γιὰ τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη.
6. Τὸ 1876, 10
στρέμματα πίσω ἀπὸ τὸν «Εὐαγγελισμό», γιὰ τὸ Μαράσλειο Διδασκαλεῖο.
7. Τὸ 1881, οἰκόπεδο στὸ
Μενίδι, γιὰ Δημοτικὸ Σχολεῖο.
8. Τὸ 1884, 6.145 μέτρα πίσω ἀπὸ τὸν «Εὐαγγελισμό»,
γιὰ τὴν Ἀγγλικὴ Ἀρχαιολογικὴ Σχολή.
9. Τὸ 1884, 60
στρέμματα στὸ Γουδί, γιὰ Ἱερατικὴ σχολὴ καὶ Οἰκοτροφεῖο, ποὺ ὀνομάσθηκε Γερμάνειο Θεολογικὸ Οἰκοτροφεῖο, ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ
Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Γερμανοῦ Καλλιγᾶ. Ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχαν χρήματα γιὰ τὴν ἀποπεράτωσή
του, παρεχωρήθη προσωρινὰ γιὰ ἐγκατάσταση τῆς Σχολῆς
Χωροφυλακῆς καὶ τελικῶς παρέμεινε σὲ αὐτήν. Μὲ τὴν ἀποζημείωση ποὺ δόθηκε, κτίσθηκε, μαζὶ μὲ ἄλλα
χρήματα ποὺ διέθεσε ἡ Μονὴ τὸ 1927, ἄλλο Θεολογικὸ Οἰκοτροφεῖο, ποὺ τὸ διεχειρίζετο ἡ «Ἀποστολικὴ Διακονία».
Σήμερα στεγάζεται σὲ αὐτὸ τὸ Μέγαρο
τῆς Ἱ.
Συνόδου, μετὰ τὴν μετεγκατάσταση τοῦ Οἰκοτροφείου τὸ 1969 σὲ ἄλλο χῶρο τῆς Μονῆς, στὸ Μετόχι της «Ζωοδ.Πηγῆς», στὸν Καρέα.
10. Τὸ 1902, οἰκόπεδο στὴ Βάρη, γιὰ
Δημοτικὸ Σχολεῖο. Ἀλλὰ καὶ τὸ κτίσμα ἔγινε μὲ δαπάνες τῆς Μονῆς, γιὰ νὰ φοιτοῦν σὲ αὐτὸ τὰ παιδιὰ τῶν ἐργαζομένων
στὰ ἐκεῖ κτήματα τῆς Μονῆς.
11. Τὸ 1922, 5.265 μέτρα στοὺς
πρόποδες τοῦ Λυκαβηττοῦ, γιὰ τὴ Γεννάδιο Βιβλιοθήκη.
12. Τὸ 1924, 90
στρέμματα στὴ Βουλιαγμένη, γιὰ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ὀρφανοτροφεῖο καὶ τὸ Σχολεῖο, ποὺ
λειτούργησε μέσα σ᾿αὐτό.
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νομίζω ὅτι γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἀσωμάτων
Πετράκη, παράλληλα μὲ τὴ διαρκῆ, ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι σήμερα, θρησκευτικὴ διακονία
της πρὸς τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀπετέλεσε, ἰδιαίτερα
στὸ παρελθόν, ποὺ τὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα στὴν πόλη μας ἦταν ἀνύπαρκτα, καὶ ἕνα σημαντικὸ πνευματικὸ φάρο, ἐνῶ στὴ διάρκεια
τοῦ ἐλευθέρου βίου δὲν ἐφείσθη προσπαθειῶν,
προκειμένου νὰ κάνει εὐκολότερο τὸ ἔργο τῆς ἐκπαιδεύσεως τῶν Ἑλληνοπαίδων.
Αὐτὸ ἐμᾶς τοὺς
νεωτέρους μοναχούς της, μᾶς γεμίζει καὶ ἱκανοποίηση καὶ εὐθύνες. Μᾶς ἐπιβάλλει,
παρὰ τὶς πολλές μας ἐλλείψεις, παρὰ τὰ ἀνθρώπινα
σφάλματά μας, νὰ προσπαθοῦμε νὰ στεκόμαστε στὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς μας, νὰ
μιμούμεθα τοὺς παλαιοὺς φιλοθέους, φιλοπάτριδες καὶ
φιλοπροόδους Πατέρες, καί, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν καὶ στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, νὰ προσπαθοῦμε νὰ
δείχνουμε στοὺς καλοπροαίρετους συνανθρώπους μας, ὅτι ἰσχύει αὐτό, ποὺ γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς
Κλίμακος: «Φῶς μὲν μοναχοῖς Ἄγγελοι, φῶς δὲ κοσμικοῖς μοναχικὴ πολιτεία».
Εὐχαριστῶ καὶ πάλι ὅλους σας.
Ἀρχιμ. Ἰάκωβος Μπιζαούρτης